- ἀξιώσεως
- ἀξιώσεω̆ς , ἀξίωσιςthinking worthyfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμποίησις — ἐμποίησις, η (Α) 1. παραγωγή, δημιουργία, παρουσίαση («ἐμποίησις δογμάτων», Δίων Κ.) 2. έγερση αξιώσεως, απαιτήσεως («ἄρουραι καθαραὶ ἀπὸ πάσης ἐμποιήσεως», Πάπ.) … Dictionary of Greek
συνεπιγνώμων — ον, Μ αυτός που δικάζει μαζί με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῑν», Ιουστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιγνώμων «αιρετός, κριτής, διαιτητής, εκτιμητής, επόπτης»] … Dictionary of Greek